- κενέωσις
- κενέωσις, ἡ (Α) [κενώ]ποιητ. τ. τού κένωσις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενεώσιας — κενέωσις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek